Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου 2012 στην ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ, την παλαιότερη μηνιαία έκδοση του κλάδου των γραφικών τεχνών στην Ελλάδα, όπου διατηρώ μια στήλη με ελεύθερο περιεχόμενο που σχολιάζει θέματα αιχμής της βιομηχανίας και φιλοδοξεί να δίνει στους επιχειρηματίες τροφή για σκέψη και συζήτηση.

Στο σημείωμα αυτού του μήνα έχω θέμα. Για την ακρίβεια «θέματα».

Έχω ένα θεματάκι με το «μοίρασμα». Μοιράζομαι σημαίνει δίνω και παίρνω. Με αυτή τη σειρά. Όχι με την αντίστροφη. Ιδιαίτερα σήμερα, σε περίοδο όπου μέσα από την κρίση πρέπει να προκύψει το υλικό πάνω στο οποίο θα γίνει η αναδιοργάνωση, θα δημιουργηθεί το καινούργιο.

Όλοι πλέον ακούμε και μιλάμε για την νέα οικονομία την οικονομία του «μοιράζεσθαι», economy of sharing στα αγγλικά. Όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, έτσι και αυτή η οικονομία λοιπόν έχει κανόνες, με πρώτο και κύριο πως δεν μπορεί να ασκηθεί «κατά μόνας», it (always) takes two to tango.

Μοίρασμα λοιπόν σημαίνει αμοιβαιότητα. Αμοιβαιότητα στα χρήσιμα, τα κύρια, τα ουσιώδη, τα χρειώδη, αυτά καλούμαστε να δώσουμε, να μοιραστούμε. Και δε χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις για να το πετύχουμε, είναι απλά θέμα κουλτούρας. Πρέπει να «πετάξουμε» από πάνω μας την αναζήτηση του τι έχουμε εμείς ανάγκη και να προσπαθήσουμε να διαγνώσουμε την ανάγκη του άλλου. Κάτι που μπορεί να γίνει όταν έρθουμε πιό κοντά στον άλλο με ανιδιοτέλεια.

Όταν ο καθένας το κάνει αυτό, τότε το μοίρασμα θα αρχίσει να λειτουργεί, τότε λέξεις όπως πληρότητα και αυτάρκεια, θα κουμπώσουν μαζί με τη λιτότητα και την ολιγάρκεια. Γιατί όποια και αν είναι η κατάσταση της κοινωνίας, όταν είμαστε πραγματική κοινωνία τότε υπάρχουν όλα όσα χρειάζονται και τίποτε περιττό.

Ένα δεύτερο θεματάκι το έχω με την «ιστορία». Η «εξωστρέφεια», ελέω κρίσης, είναι η καραμέλα της εποχής (για τον βήχα της αναδουλειάς φαντάζομαι…). «Έξω» όμως σημαίνει αγορά μεγαλύτερη, με περισσότερους «παίκτες», καλύτερα οργανωμένους. Ένα πεδίο επιχειρηματικότητας πολλά υποσχόμενο μεν, σε κρίση επίσης δε. Και με ένα πρόσθετο ντεζαβαντάζ για μας: το κακό όνομα που έχει δημιουργήσει η χώρα στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Για να μπορέσεις να σταθείς σε αυτό το πεδίο πρέπει να ξεχωρίσεις και για να ξεχωρίσεις δεν αρκεί μόνο να το έχεις, πρέπει και να το αφηγηθείς στους πελάτες σου, να πεις μια «ιστορία» για σένα και την εταιρία σου. Την «ιστορία» που δυστυχώς πολλοί Έλληνες επιχειρηματίες δεν ξέρουν να αφηγηθούν.

Γιατι λίγοι τελικά μπορούν να «αλλάξουν θέση» και να καταλάβουν πως το στέλεχος μάρκετινγκ που θέλει να παραγγείλει ένα έντυπο ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμα και για το πως οι παραγωγικές δυνατότητες σας μπορούν να του εξασφαλίσουν ποιότητα, ταχύτητα και αξιοπιστία.

Μη μας λέτε λοιπόν μονότονα πόσο μοναδικά καινοτόμες (πχ) είναι οι τεχνολογίες που έχετε στο εργοστάσιο σας, πείτε το κι αυτό αλλά σκεφτείτε πως «κάτι έχουμε ακούσει», γι’αυτό και ήρθαμε να συζητήσουμε. Πείτε μας την ιστορία που θέλουμε να ακούσουμε, αυτή που θα μας κάνει να νιώσουμε σίγουροι να εμπιστευτούμε σε σας την εικόνα της εταιρείας μας, τα έσοδα μας (marketing>πωλήσεις>έσοδα).

Πως να πείτε αυτή την ιστορία; Απλά σκεφτείτε «ποιό είναι το κοινό μου;», «τι φοβάται; τι ονειρεύεται;», «πως η δική μου ιστορία εμπνέει τις δικές τους ιστορίες;», «γιατί θα έπρεπε να ενδιαφέρονται για την ιστορία μου;»

Και μετά μοιραστείτε μαζί τους τι είναι το τόσο μοναδικό και ενδιαφέρον για την δουλειά σας, για το πως ιδρύθηκε η εταιρεία, για τον ιδρυτή, ποιό είναι το πρόβλημα που προσπαθεί να λύσει η εταιρεία σας, τι σας ενέπνευσε και σας εμπνέει σε αυτό, πως εξελιχθήκατε επαγγελματικά και ποιές εξαιρετικές στιγμές είχε η εταιρεία σας μέσα στο χρόνο.

Προσέξτε επίσης δύο πράγματα. Πρώτον, ποιός είναι ο λιγότερο προφανής τρόπος να πεις μια ιστορία; χρησιμοποιείστε τον. Και δεύτερον, κάτι που εσείς θεωρείτε φυσιολογικό και βαρετό, οι άλλοι μπορεί να το θεωρούν ώς πολύ ενδιαφέρον και το ανάποδο. Εκπαιδεύστε τους λοιπόν. Μιλήστε για τη δουλειά σας, δείξτε τι μπορείτε να παράγετε και πως μπορούν να το αξιοποιήσουν αυτοί στη δουλειά τους.

Έχω και ένα θεματάκι, τελευταίο, με το «χύμα». Το προτιμάω από καιρού εις καιρόν, πάντα κατόπιν δοκιμής, αλλά δεν έχω καταφέρει να ξεπεράσω τις βασικές ερωτήσεις που το (απο)χαρακτηρίζουν: από που είναι, ποιανού παραγωγού, τι είδος, του πότε κλπ. Αυτά δηλαδή που βρίσκεις πάνω σε ένα κουτί, σε μια ετικέτα, στη συσκευασία. Η συσκευασία είναι που κάνει το ανώνυμο επώνυμο, είναι που οργανώνει, που συμμαζεύει το χύμα.

Πρόσφατα βρέθηκα στην κλαδική έκθεση Syskevasia 2012. Αναμφίβολα και αυτός ο κλάδος έχει επηρεαστεί από την κρίση, ίσως λιγότερο από άλλους αλλά έχει επηρεαστεί και αυτό ήταν εμφανές: η έκθεση ήταν μικρότερη από άλλες χρονιές, με μικρότερα περίπτερα, λιγότερα εκθέματα, ένα γενικό «σφίξιμο». Μέσα σε αυτά όμως, «εισέπραξα» κάτι διαφορετικό πως οι άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στην αγορά αυτή συζητούν, προχωρούν, προγραματίζουν. Δεν μεμψιμοιρούν. Και αυτό δεν το λέω δίκην (νεοελληνικής) παρακίνησης «εμπρός παιδιά, όλοι να κάνουμε συσκευασία, έχει χρήμα», το λέω απλά μήπως καταλάβουμε πως το επιχειρείν θέλει ενεργητικότητα, απόφαση και δράση και πως οι ικανοί φαίνονται στα δύσκολα.

Εδώ κλείνω για φέτος. Καλές γιορτές και μην ξεχνάτε: το 2013 μπορεί να είναι όσο καλύτερο θελήσουμε εμείς!

Γιάννης Π. Τριανταφύλλου