Είναι εκδότης παγκόσμιας εμβέλειας και γράφει για τον κόσμο των εκδόσεων, ο οποίος άλλαξε δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες. «Οι νεόκοποι εκδότες επιζητούσαν κέρδη 10%-25% τον χρόνο, αλλάζοντας μια τάξη πραγμάτων που ίσχυε 150 χρόνια», λέει στα «ΝΕΑ».

«Λένε ότι πολλοί Ελληνες δεν πληρώνουν φόρους. Πάντως και εταιρείες όπως η Google και η Amazon επίσης δεν πληρώνουν», λέει στα «ΝΕΑ» ο Αντρέ Σιφρίν. Και διευκρινίζει: «Και οι δύο εταιρείες έχουν εγκατασταθεί στην Ευρώπη με τέτοιο νομικό καθεστώς που τους επιτρέπει να λειτουργούν αφορολόγητα: η μεν Amazon με έδρα το Λουξεμβούργο, η δε Google με έδρα την Ιρλανδία. Ετσι η Amazon, που κάνει στην Αγγλία πωλήσεις 4 δισ. στερλινών, δεν πληρώνει δεκάρα τσακιστή ως φόρο».

Ο Αντρέ Σιφρίν, [ο οποίος έρχεται σε λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη φιλοξενούμενος της Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου – έγινε 24-27.05.2012], ξέρει από εκδόσεις και εκδότες, και μάλιστα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Γεννήθηκε στο Παρίσι, όπου ο πατέρας του Ζακ Σιφρίν, ρωσοεβραϊκής καταγωγής, ίδρυσε τον περίφημο εκδοτικό οίκο La Pleiade. Εφυγε όμως όλη η οικογένεια για τη Νέα Υόρκη το 1940, όταν ο Αντρέ ήταν πέντε ετών, για να αποφύγουν τις διώξεις κατά των Εβραίων.

Εκεί ίδρυσαν τον εκδοτικό οίκο κύρους Pantheon Books, τον οποίο ο Αντρέ, μετά τον θάνατο του πατέρα του, διηύθυνε για περίπου 30 χρόνια (από το 1962 έως το 1990). Εκεί στο τέλος της δεκαετίας του 1980 ήρθε σε σύγκρουση με τον όμιλο Random House, που είχε πλέον εξαγοράσει τον Pantheon, επειδή οι νέοι ιδιοκτήτες αναζητούσαν, κατά τη γνώμη του, τη μεγιστοποίηση του κέρδους εις βάρος της ποιότητας των εκδόσεων.

Αποχωρώντας από τον εκδοτικό οίκο που ίδρυσε ο πατέρας του ο Αντρέ Σιφρίν δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια: ίδρυσε τον ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικό οίκο New Press, ο οποίος δεν τα πάει καθόλου άσχημα. Εκτός του ότι εκδίδει συγγραφείς όπως ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Ερικ Χομπσμπάουμ, κάνει επιτυχίες εκεί που κανένας δεν το περιμένει.

«Από τους χίλιους τίτλους που έχουμε εκδώσει, οι 990 ήταν τίτλοι που οι μεγάλοι εμπορικοί εκδοτικοί οίκοι είχαν αρνηθεί να εκδώσουν», μας λέει. «Γιατί δυστυχώς ή ευτυχώς αυτό που ο εκδότης μπορεί να προβλέψει με σχετική ασφάλεια είναι τι δεν θα πουλήσει. Δεν μπορεί όμως σχεδόν ποτέ να προβλέψει τι θα πουλήσει. Είχαμε εκδώσει, λ.χ., ένα σχολικό εγχειρίδιο με τίτλο “Τα ψέματα ενός καθηγητή Ιστορίας”. Κανένας δεν το περίμενε, αλλά πούλησε στις ΗΠΑ ένα εκατομμύριο αντίτυπα».
Φετίχ τα μπεστ σέλερ

Κάτι που άλλαξε ριζικά το τοπίο των εκδόσεων σε Ευρώπη και ΗΠΑ είναι το πέρασμα των εταιρειών από τα χέρια των οικογενειών που τους ίδρυσαν στα χέρια μεγάλων ομίλων, κυρίως μέσων ενημέρωσης. Σήμερα το 80% της εκδοτικής παραγωγής στις ΗΠΑ γίνεται από μεγάλους ομίλους, ενώ και στη Γαλλία τα δύο τρίτα της παραγωγής ανήκουν στους ομίλους Editis και Hachette.
Σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα και σε μεγάλο μέρος του 20ού, γράφει ο Σιφρίν στο πρόσφατο βιβλίο του «Οι λέξεις και το χρήμα» (εκδ. Αιώρα), το ποσοστό κέρδους των εκδοτικών οίκων κυμαινόταν περίπου στο 3%-4%, όσο περίπου και το επιτόκιο του ταμιευτηρίου. Οταν όμως πέρασαν οι εκδόσεις στα χέρια μεγάλων ομίλων, τα διοικητικά συμβούλια, μη μπορώντας να δικαιολογήσουν την «επιδότηση» των εκδοτικών οίκων εις βάρος άλλων δραστηριοτήτων τους, απαίτησαν κέρδη τουλάχιστον 10% ετησίως, όσα δηλαδή αποκόμιζαν και σε άλλους τομείς, και έβαλαν στόχο το 25%.

Αυτό οδήγησε αφενός στο να γίνει το μπεστ σέλερ φετίχ, αφετέρου στη διαρκή αλλαγή ιδιοκτησίας των εκδοτικών οίκων, αφού το επιζητούμενο κέρδος μπορούσε ευκολότερα να αντληθεί από τη μεταπώληση παρά από τα ίδια τα βιβλία. Η διαρκής αναζήτηση νέων εξαγορών για την επίτευξη αυτών των στόχων, και μάλιστα μέσω τραπεζικού δανεισμού, μετέτρεψε τους εκδότες σε επενδυτές, και τους παλαιούς επιμελητές σε κάτι ανάλογο των τραπεζικών στελεχών, με αντίστοιχες αμοιβές. Ακόμη και στην Κίνα σήμερα ο μισθός του επιμελητή διπλασιάζεται μέσω των μπόνους από βιβλία που γίνονται μπεστ σέλερ. Ετσι οι επιμελητές ψάχνουν μόνο βιβλία που ελπίζουν ότι θα γίνουν ευπώλητα.

Αντίστοιχα, στην Ευρώπη, λέει ο Αντρέ Σιφρίν, τη δεκαετία του ’60 οι μισθοί στον εκδοτικό χώρο ήταν ανάλογοι των πανεπιστημιακών. Ο νεοεισερχόμενος είχε περίπου την αμοιβή ενός λέκτορα και ο παλαιότερος την αμοιβή ενός καθηγητή. Το 1990 ο πρόεδρος του Pantheon Books, θυγατρικής της Random House, κέρδιζε πολύ περισσότερα από 1 εκατ. δολάρια τον χρόνο, ενώ άλλοι ξεπερνούσαν και τα 2 εκατ. δολάρια.

Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι ότι πολλοί συγγραφείς δυσκολεύονται πια να βρουν εκδότη καθώς και ότι, πέρα από τους μεγάλους μπεστσελερίστες, ολοένα λιγότεροι μπορούν να ζήσουν από τη συγγραφική δραστηριότητα. Στη Γαλλία υπολογίζεται ότι είναι περίπου 900 οι συγγραφείς που έχουν ετήσιες απολαβές άνω των 16.500 ευρώ, από τα δικαιώματα όλων των βιβλίων τους.
Οι μη κερδοσκοπικοί εκδοτικοί οίκοι, όπως ο δικός του, πιστεύει ο Αντρέ Σιφρίν, είναι ο μόνος δρόμος αν θέλουμε να συνεχίσουμε να βλέπουμε να εκδίδονται απαιτητικά βιβλία.

Οσο για τα βιβλιοπωλεία… «Είναι πολύ σημαντικό να επιβιώνουν τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία της γειτονιάς, που στην περιοχή τους παίζουν και τον ρόλο μικρών πολιτιστικών κέντρων», λέει ο Αντρέ Σιφρίν. «Οι μεγάλες αλυσίδες ενδιαφέρονται μόνο για βιβλία που πωλούνται γρήγορα. Γι’ αυτό και σε χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία υπάρχει κρατική στήριξη στους μικρούς βιβλιοπώλες – και με την ενιαία τιμή του βιβλίου, που εμποδίζει τις εξοντωτικές εκπτώσεις τιμών, αλλά καμιά φορά και με επιδότηση των βιβλιοϋπαλλήλων.

Σήμερα, βέβαια, ακόμη και οι μεγάλες αλυσίδες βιβλιοπωλείων έχουν πρόβλημα επιβίωσης λόγω των ηλεκτρονικών πωλήσεων της Amazon. Σε πρόσφατο άρθρο του στη «Γκάρντιαν» ο Τιμ Γουοτερστόουν, ιδιοκτήτης της ομώνυμης αλυσίδας βιβλιοπωλείων, έγραψε ότι, αν δεν γίνει κάτι, τα βιβλιοπωλεία στη Βρετανία θα ακολουθήσουν τη μοίρα των βιβλιοπωλείων στις ΗΠΑ και θα εξαφανιστούν.

Οι επιπτώσεις της κρίσης
Η Amazon έχει άλλωστε δημόσια διακηρύξει τον στόχο της να «εξαφανίσει τους μεσάζοντες», όπως κυνικά αποκαλεί τους βιβλιοπώλες. Ενώ ήδη έχει μπει και στα χωράφια των εκδοτών.

Σε εποχές κρίσης, λέει ο Σιφρίν, οι επιπτώσεις στον χώρο του βιβλίου ποικίλλουν. «Εξαρτάται από τις κοινωνικές δομές», εξηγεί. «Συνήθως τα βιβλιοπωλεία υποφέρουν πολύ. Οι άνθρωποι, επειδή έχουν λιγότερα χρήματα, αγοράζουν λιγότερα βιβλία, όπως αγοράζουν και λιγότερες εφημερίδες. Η εξαίρεση βρίσκεται σε χώρες όπως η Φινλανδία, όπου ο άνεργος συνεχίζει να παίρνει ως επίδομα ανεργίας το 90% του μισθού του. Υπάρχουν όμως και άλλες ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Λ.χ. οι αγορές βιβλίων των φοιτητών να γίνονται μόνο από ανεξάρτητους βιβλιοπώλες και όχι από αλυσίδες. Ακόμη και σε εποχή κρίσης υπάρχει κάποιο χρήμα που κινείται. Εξαρτάται πώς το χρησιμοποιείς».

Συγγραφέας: Μανώλης Πιμπλής, Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο 19 Μαΐου 2012