Κινητήρια δύναμη για την ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας αποτελεί η βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας.
Εμπροσθοφυλακή στη μάχη για την ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας αποτελεί η βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας, όπως δείχνουν τα δεδομένα που δημοσιεύτηκαν γύρω από τα κέρδη των «μεγάλων παικτών» του χώρου.
Συγκεκριμένα, ο λόγος για τις ΙΒΜ, Intel, Google και Apple, οι οποίες, αν και αρχικά δέχτηκαν τα πλήγματα της οικονομικής κρίσης, επανήλθαν σε μία κατάσταση ισορροπίας και άρχισαν να ξανασημειώνουν κέρδη πολύ πιο γρήγορα από ότι αναμενόταν- και σίγουρα πολύ πιο γρήγορα από ότι άλλες βιομηχανίες. Η Apple επωφελήθηκε από την άνοδο στη ζήτηση smartphones, η Google από τις διαφημίσεις στο Ίντερνετ, η Intel από την αύξηση των πωλήσεων netbooks και γενικότερα φορητών υπολογιστών (μεγάλο ποσοστό των οποίων είναι εφοδιασμένο με τα chip της), ενώ η ΙΒΜ, παρά τις δυσμενείς προβλέψεις, τελικά σημείωσε πολύ καλύτερα κέρδη από ότι υπολογιζόταν.
Κατ’επέκτασιν, μία νέα ελπίδα προέκυψε, τόσο στο χώρο της τεχνολογίας, όσο και της οικονομίας γενικότερα: πως, ακριβώς λόγω αυτού του φαινομένου, σύντομα θα βρεθούμε μπροστά σε μία «έκρηξη» καινοτομιών και νέων εφευρέσεων. Μία ακόμη ένδειξη ότι η εν λόγω βιομηχανία θα κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση αποτελεί και το ύψος των επενδύσεων που έγιναν στους τομείς της «πράσινης» ανάπτυξης και των εναλλακτικών, φιλικών προς το περιβάλλον, τεχνολογιών.
Όσο μεγάλη και να είναι η δύναμη που θα χαρακτηρίζει τη νέα πορεία της βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας, πάντως, ένα είναι το σημείο στο οποίο συμφωνούν αναλυτές τόσο του χώρου της τεχνολογίας, όσο και της οικονομίας: αυτός ο νέος «κύκλος» ανάπτυξης θα διαφέρει, κυρίως στο ότι θα αποτελέσει έναν εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα άσκησης επιρροής στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
«Ο τελευταίος κύκλος ήταν κάπως…μοναδικός» είπε ο Κρις Γκοπαλακρισνάν, διευθύνων σύμβουλος της Infosys, ινδικής εταιρείας παροχής τεχνολογικών υπηρεσιών, ο οποίος προειδοποιεί ότι κατά τη δεκαετία του 1990, που υπήρχε παρόμοια εντύπωση τεχνολογικής ώθησης στην οικονομία, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τίποτα άλλο από μία κατάσταση που είχε δημιουργηθεί λόγω της παρουσίας μίας σειράς από «φούσκες» και υπερβολικό δανεισμό.
Στο νέο αυτό κύκλο, πρωταρχικό στόχο θα αποτελέσει η μείωση του κόστους, όχι η αύξηση του κέρδους: όπως έδειξε η οικονομική κρίση, οι εταιρείες τεχνολογίας οι οποίες στήριξαν την οικονομική τους δραστηριότητα στη μείωση των εξόδων παρά στην επίτευξη των μεγαλυτέρων δυνατών εσόδων βγήκαν κερδισμένες. Και βασικό τμήμα των στρατηγικών μείωσης των εξόδων γενικότερα αποδείχτηκε η μετακίνηση των κέντρων έρευνας και ανάπτυξης και παραγωγής στις αναπτυσσόμενες χώρες- με λογικό παρεπόμενο την ανάπτυξη των αγορών τεχνολογίας τους: αν και την παρούσα στιγμή τους αντιστοιχεί το 21% του συνόλου των δαπανών που γίνονται στον τομέα ΙΤ, το ποσοστό αυτό αυξάνεται συνεχώς, ενώ οι παραδοσιακά μεγάλες εταιρείες αντιμετωπίζουν απρόσμενη «αντίσταση». Πρόκειται σαφώς για τις τοπικές φίρμες, που ρίχνονται στον αγώνα με την ορμή των «νεοφώτιστων» : αν και υστερούν στον τομέα της τεχνογνωσίας σε σχέση με τους δυτικούς ανταγωνιστές τους (καθώς βασίζονται σε τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί στη Δύση- κάτι που έχει αρχίσει να αλλάζει), έχουν καλύτερη γνώση των αγορών, καθώς και των συνθηκών που επικρατούν σε αυτές.
Κοινώς: μετά από πολυετείς πορείες των οποίων βασικό χαρακτηριστικό αποτελούσε η προσπάθεια αύξησης των επιδόσεων στις αγορές του ανεπτυγμένου κόσμου, οι δυτικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίες βρίσκονται στη θέση να προσπαθούν να προσαρμοστούν σε δεδομένα που χαρακτηρίζουν οικονομίες οι οποίες κάποτε χαρακτηρίζονταν ως «υποανάπτυκτες» – όρος που, πλέον, έχει δώσει (όχι άδικα) τη θέση του στο «αναπτυσσόμενες». Πρόκειται για μία μεγάλη αλλαγή, η οποία αναμφίβολα θα επηρεάσει την πορεία της βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας στην μετά την οικονομική κρίση εποχή.
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από Financial Times, Economist [22-10-09]